Επανεξοπλισμός ή επαναπροσδιορισμός της Ευρώπης;



08/06/2025 - 15:13

Eurocorps soldiers unfold the European flag during a ceremony marking the 80th anniversary of the end of WWII in Europe, Wednesday, May 7, 2025 at the European Parliament in Strasbourg, eastern France. (AP Photo/Antonin Utz)Eurocorps soldiers unfold the European flag during a ceremony marking the 80th anniversary of the end of WWII in Europe, Wednesday, May 7, 2025 at the European Parliament in Strasbourg, eastern France. (AP Photo/Antonin Utz)

Γράφει ο Δημήτρης Κανδηλάπτης, Πολιτικός επιστήμονας, MSc Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση, Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, MA Πολιτική & Δημόσια Διοίκηση, Πανεπιστήμιο της Κωνστάντζας –  Ινστιτούτο ΕΝΑ

 *

Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων έχουν δημιουργήσει μια ανανεωμένη αίσθηση κατεπείγοντος για την ανάγκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενεργήσει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στο πεδίο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ). Πέρα από τις άμεσες απειλές ασφάλειας στα σύνορα της ΕΕ, οι οποίες έχουν ενταθεί λόγω των συγκρούσεων Ρωσίας-Ουκρανίας και Ισραήλ-Παλαιστίνης, η πρόσφατη επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τη συγκρουσιακή του στάση απέναντι στους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ, έχουν ενισχύσει τις φωνές εντός της ΕΕ που τάσσονται υπέρ μιας αυτόνομης στρατηγικής πορείας στον τομέα της ασφάλειας. Κεντρικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής αυτονομίας θα μπορούσε να αποτελέσει η ενίσχυση και η ουσιαστική ανάπτυξη της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, η οποία μέχρι σήμερα έχει παραμείνει σε μεγάλο βαθμό θεωρητική και όχι επιχειρησιακή.

Το πρόγραμμα ReArm

Σε απάντηση στη διογκούμενη ανάγκη για στρατηγική αυτονομία, η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε στην υλοποίηση του σχεδίου ReArm Europe 2030, παλαιότερα γνωστό ως Readiness 2030. Το σχέδιο αυτό σηματοδοτεί μια σημαντική μετατόπιση στην αμυντική στρατηγική της ΕΕ, προβλέποντας την αξιοποίηση έως και 800 δισ. ευρώ για την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της, υπό το φως της συνεχιζόμενης σύγκρουσης στην Ουκρανία και της αβεβαιότητας γύρω από τις στρατιωτικές δεσμεύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις 21 Μαΐου, τα κράτη μέλη συμφώνησαν αρχικά ως προς το χρηματοδοτικό εργαλείο του ReArm, με την ονομασία SAFE.

Η προτεινόμενη στρατηγική επανεξοπλισμού θεωρείται από ορισμένους ως αναγκαίο βήμα για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας.

Ωστόσο, εγείρονται σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τις ευρύτερες επιπτώσεις αυτής της επιλογής. Η έμφαση του σχεδίου στις στρατιωτικές δαπάνες ενδέχεται να επιτείνει τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών, ενισχύοντας δυσανάλογα τις χώρες με ισχυρές αμυντικές βιομηχανίες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία. Οι εξελίξεις αυτές απειλούν να διευρύνουν τις ήδη υπάρχουσες οικονομικές ανισορροπίες εντός της Ένωσης.

Παράλληλα, η επιταχυνόμενη πορεία στρατιωτικοποίησης που σηματοδοτεί η πρωτοβουλία ReArm 2030 προκαλεί έντονο προβληματισμό για την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τη σταθερότητα σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Η διοχέτευση των επικείμενων, άνευ προηγουμένου, χρηματοδοτήσεων στον αμυντικό τομέα ενέχει τον κίνδυνο μετατόπισης της ταυτότητας της ΕΕ – από ένα ειρηνοποιό και πολιτικά προσανατολισμένο δρώντα, σε μία γεωπολιτική ένωση προσαρμοσμένη στις λογικές της αποτροπής και της ισχύος. Μια τέτοια μεταστροφή μπορεί να προκαλέσει αποσταθεροποιητικές συνέπειες όπως, ενίσχυση εξοπλιστικών ανταγωνισμών στις γειτονικές περιοχές, υπονόμευση των διπλωματικών προσπαθειών μέσω της έμφασης στην στρατιωτική ισχύ και αποδυνάμωση του ηθικο-πολιτικού κεφαλαίου της Ένωσης ως φορέα πολυμερούς συνεργασίας και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Περαιτέρω προβληματισμό επίσης, προκαλεί η αμφισβητούμενη δημοκρατική νομιμοποίηση της εφαρμογής του προγράμματος ReArm. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέλεξε ως νομική βάση το άρθρο 122 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει τη λήψη αποφάσεων αποκλειστικά από το Συμβούλιο σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, παρακάμπτοντας ουσιαστικά τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη συναπόφαση. Η επιλογή αυτή καταγγέλθηκε ως προσπάθεια αποφυγής του συνήθους νομοθετικού πλαισίου, ιδίως σε ό,τι αφορά τον καθορισμό της κατανομής των πόρων και τη συμμετοχή τρίτων χωρών. Η Επιτροπή Νομικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (JURI) διατύπωσε αρνητική γνωμοδότηση ως προς την καταλληλόλητα της νομικής βάσης, ενώ η Πρόεδρος του Κοινοβουλίου κάλεσε την Επιτροπή και το Συμβούλιο να υιοθετήσουν τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (ordinary legislation procedure). Το αίτημα αυτό αγνοήθηκε, γεγονός που έχει ανοίξει πλέον τη συζήτηση για ενδεχόμενη προσφυγή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στρατιωτικοποίηση ή διπλωματική νομιμοποίηση;

Μια αξιόπιστη και προοδευτική Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας οφείλει να προωθεί την διπλωματία, τη δημοκρατική νομιμοποίηση και τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και όχι την αλόγιστη στρατικοποίηση της Γηραιάς Ηπείρου. Η ΕΕ πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην ειρηνική επίλυση συγκρούσεων, ιδίως σε περιοχές γεωπολιτικής έντασης όπως η Ουκρανία και η Ανατολική Μεσόγειος, μέσα από διαρκή πολιτική δέσμευση, ενίσχυση των ειρηνευτικών αποστολών και ανανέωση του θεσμικού πλαισίου της ΚΕΠΠΑ, ενισχύοντας έτσι τον διπλωματικό της ρόλο.

Η ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας οφείλει να συναρτάται με την τήρηση δημοκρατικών αρχών και την ειρηνική διευθέτηση μακροχρόνιων διαφορών, όπως το Κυπριακό, ώστε να αποφευχθεί η θεσμική κανονικοποίηση αυταρχικών πρακτικών στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας.

Σε αυτό το πλαίσιο, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή ως προς τον πιθανό ρόλο της Τουρκίας σε οποιοδήποτε σχήμα ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας. Πρόσφατα, πραγματοποιήθηκε συνάντηση υψηλού επιπέδου μεταξύ της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και των ηγετών της Τουρκίας, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας. Όπως επισημαίνεται στην Λευκή Βιβλίο της Επιτροπής, η Τουρκία προς το παρόν αποκλείεται από τη χρηματοδότηση μέσω ευρωπαϊκών αμυντικών ταμείων.

Τα επόμενα βήματα προς μία βιώσιμη και καλά οργανωμένη Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας πρέπει να επανεξεταστούν με προσοχή, καθώς η πρωτοβουλία ReArm Europe ενδέχεται να μην αποδώσει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα για την αρχιτεκτονική ασφάλειας της ΕΕ. Οι ενδεχόμενες παρενέργειές της —όπως οι επιπτώσεις στις κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές πολιτικές της Ένωσης, καθώς και η έμφαση στον αυξημένο στρατιωτικοποιημένο χαρακτήρα— δημιουργούν εύλογες ανησυχίες για τη συμβατότητά της με τους στρατηγικούς και αξιακούς προσανατολισμούς της ΕΕ.

Για να εξελιχθεί η ΚΕΠΠΑ σε ένα πιο συνεκτικό και αποτελεσματικό πλαίσιο, απαιτούνται ρεαλιστικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις και προσεκτικές πολιτικές αναπροσαρμογές.

Καταρχάς, η χρήση της ειδικής πλειοψηφίας στις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής —δυνατότητα που ήδη προβλέπεται από το άρθρο 31(3) της ΣΕΕ— θα μπορούσε να επεκταθεί, ώστε να ξεπεραστούν τα διαρκή αδιέξοδα, ιδίως σε θέματα κυρώσεων, πολιτικών αποστολών και υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Δεύτερον, η σύσταση ενός Μόνιμου Συμβουλίου Ασφαλείας της ΕΕ, με εκ περιτροπής συμμετοχή κρατών-μελών και προεδρία του Ύπατου Εκπροσώπου, θα μπορούσε να θεσμοθετήσει τον στρατηγικό συντονισμό και να προσδώσει συνέχεια στη διεθνή δράση της Ένωσης.

Τρίτον, η ενίσχυση του ρόλου και του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού για την Ειρήνη θα παρείχε μεγαλύτερη ευελιξία στην υποστήριξη ειρηνευτικών και διαχειριστικών παρεμβάσεων χωρίς υπερβολική εξάρτηση από στρατιωτικά μέσα.

Παράλληλα, η ΚΕΠΠΑ θα πρέπει να εδραιωθεί στη βάση της προληπτικής διπλωματίας και της ενίσχυσης ανθεκτικότητας, ιδιαίτερα σε ευαίσθητες περιοχές όπως τα Δυτικά Βαλκάνια, οι χώρες της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης και το Σαχέλ. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) θα μπορούσε να ενδυναμωθεί περαιτέρω, ώστε οι αντιπροσωπείες της να λειτουργούν ουσιαστικά ως «πρεσβείες της ΕΕ», προωθώντας την ειρήνη και τη διπλωματία σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό προϋποθέτει ενίσχυση της παρουσίας της σε τρίτες χώρες, αναβάθμιση των μηχανισμών έγκαιρης προειδοποίησης και πρόληψης συγκρούσεων, καθώς και βαθύτερο συντονισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών και εθνικών διπλωματικών αρχών.

Τέλος, η ενίσχυση του κοινοβουλευτικού ελέγχου —τόσο από το Ευρωπαϊκό όσο και από τα εθνικά κοινοβούλια— είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της δημοκρατικής νομιμοποίησης και της λογοδοσίας των αποφάσεων στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. Συνδυάζοντας θεσμική καινοτομία με αρχές ρεαλισμού, η ΕΕ μπορεί να διαμορφώσει μία εξωτερική πολιτική στρατηγικά αποτελεσματική, αλλά και εναρμονισμένη με τις θεμελιώδεις αξίες της.

Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώνει την πορεία της μέσα σε ένα διαρκώς πιο ασταθές παγκόσμιο περιβάλλον, καλείται να λάβει μια κρίσιμη απόφαση: να υιοθετήσει ένα μοντέλο στρατηγικής αυτονομίας βασισμένο στη στρατιωτικοποίηση ή να επαναστοχαστεί την εξωτερική και αμυντική της πολιτική υπό το πρίσμα της διπλωματίας, της δημοκρατικής νομιμοποίησης και της βιώσιμης ανάπτυξης.

Η πρωτοβουλία ReArm Europe 2030 σηματοδοτεί μια μετατόπιση προτεραιοτήτων, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει τις εσωτερικές εντάσεις ανάμεσα στις επιταγές ασφαλείας και στις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης. Εάν η ΕΕ επιθυμεί να διατηρήσει την αξιοπιστία της ως διεθνής δρων προσηλωμένος στην ειρήνη και τον πολυμερή διάλογο, οφείλει να διασφαλίσει ότι η εξωτερική της δράση καθοδηγείται όχι από στρατηγικούς υπολογισμούς, αλλά από τη συμμετοχική διακυβέρνηση, τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και τη στήριξη ειρηνικών, διπλωματικών λύσεων. Η πρόκληση δεν έγκειται απλώς στην επανεξοπλισμό της Ευρώπης, αλλά στον επανακαθορισμό του τι σημαίνει μια ασφαλής και αξιακά συνεπής Ευρώπη.

Πηγή: huffingtonpost


Σχετικά άρθρα

  • Unique Post

Δημοσίευση από , Βρίσκεται στις κατηγορίες Τελευταία νέα

Σχολιάστε το άρθρο

*


Γκαλερί

Σχεδιασμός από MOD creative studio